- επανέρχομαι
- (AM ἐπανέρχομαι)1. επιστρέφω, ξαναγυρίζω («μέχρι οὗ ἐπανέλθωσιν», Θουκ.)2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, αναπτύσσω ξανά («θα επανέλθω σε αυτό το σημείο)νεοελλ.αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη θέση μου («επανέρχονται όλοι οι απότακτοι στο στράτευμα»)μσν.1. ξαναβρίσκω την υγεία μου2. συνέρχομαι3. φρ. «ἐπανέρχομαι ἐπὶ τὸ κρεῑττον» — βελτιώνεται η κατάσταση μουαρχ.1. αναφέρομαι σε κάτι («εἰς τὰ γράμματα ταῡτ' ἐπανελθεῑν καὶ τὴν ἀλήθειαν πάντων εὑρεῑν», Δημοσθ.)2. (για πυρετό) εκδηλώνομαι πάλι, παθαίνω υποτροπή3. υποστρέφω, στρέφω πίσω, γυρίζω πάλι4. συγκεφαλαιώνω («πρῶτον μὲν ἐπανέλθοιμεν ὅσα ὁμολογοῡντες διεληλύθαμεν», Ξεν.)5. ανέρχομαι, ανεβαίνω («ἐπανελθὼν εἰς τὰ ὄρη ἐνέδραν ἐποιήσατο», Ξεν.)6. ανεβαίνω στην επιφάνεια7. μεταδίδομαι, διαδίδομαι.
Dictionary of Greek. 2013.